- ἐξαγοραζόμενος
- ἐξαγοράζωpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακαταχρημάτιστος — ἀκαταχρημάτιστος, ον (Α) [καταχρηματίζω] ο μη εξαγοραζόμενος με χρήματα … Dictionary of Greek